πλοιαρχία

πλοιαρχία
η, Ν
1. το αξίωμα και το έργο τού πλοιάρχου
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κανείς πλοίαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοίαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλοιαρχία — η 1. το αξίωμα ή το έργο του πλοιάρχου. 2. Η περίοδος της υπηρεσίας του πλοιάρχου: Η δική μου πλοιαρχία κάλυψε όλη την πολεμική περίοδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”